- ξαφνίζω
- ξαφνίζω και ξαφνιάζω ξάφνισα και ξάφνιασα, ξαφνίστηκα και ξαφνιάστηκα, ξαφνισμένος και ξαφνιασμένος1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, τρομάζω, σκιάζω κάποιον: Μην το ξαφνιάσεις το παιδί.2. το μέσ., ξαφνί(ά)ζομαι εκπλήττομαι, σκιάζομαι, τρομάζω: Κάθε νύχτα που τ' άστρα τρεμοφέγγουν στρωτά, ξαφνιασμένη η Γοργόνα τον Ακρίτα ρωτά (Πολέμης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.